- οροπροφύλαξη
- ηιατρ. η προληπτική χορήγηση ειδικών άνοσων ορών σε άτομα εκτεθειμένα στον κίνδυνο λοιμώδους νοσήματος.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. seroprophylaxie < λατ. serum «ορός» + προφύλαξη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.